- καταπατοῦσαν
- καταπατέωtrample under footpres part act fem acc sg (attic epic doric)καταπατέωtrample under footpres part act fem acc sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ναζηραίος — και Ναζιραίος, ο (ΑΜ Ναζηραῑος και Ναζιραῑος) 1. συν. στον πληθ. οι Ναζηραίοι εκκλ. Ιουδαίοι ασκητές που ήταν αφιερωμένοι στον Θεό και αναλάμβαναν ένορκη υποχρέωση να αποφεύγουν ισόβια ή για ορισμένο χρονικό διάστημα τα οινοπνευματώδη ποτά και το … Dictionary of Greek
ξένιος — ξένιος, ία, ον, αττ. τ. ξένιος, ον, ιων. τ. ξείνιος, ία, ον (Α) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε φίλο ή ξένο ή σε φιλία ή φιλοξενία 2. ξένος 3. (το αρσ. ως κύριο όν.) Ξένιος α) προσωνυμία τού Διός, ως προστάτη τών ξένων και τών φίλων και… … Dictionary of Greek
Καλλιπάτειρα — (5ος αι. π.Χ.). Κόρη του Ρόδιου Ολυμπιονίκη Διαγόρα και αδελφή των επίσης Ολυμπιονικών Δαμάγητου, Ακουσίλαου και Δωριέα. Σύμφωνα με την παράδοση η K., εξαιτίας της έντονης επιθυμίας της να παραβρεθεί στον θρίαμβο του γιου της Πεισίροδου,… … Dictionary of Greek